- ἔμπλαστρον
- ἔμπλαστρονsalveneut nom/voc/acc sgἔμπλαστροςsalvefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμπλάστροις — ἔμπλαστρον salve neut dat pl ἔμπλαστρος salve fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλάστροισι — ἔμπλαστρον salve neut dat pl (epic ionic aeolic) ἔμπλαστρος salve fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλάστροισιν — ἔμπλαστρον salve neut dat pl (epic ionic aeolic) ἔμπλαστρος salve fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλάστρου — ἔμπλαστρον salve neut gen sg ἔμπλαστρος salve fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλάστρων — ἔμπλαστρον salve neut gen pl ἔμπλαστρος salve fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλάστρῳ — ἔμπλαστρον salve neut dat sg ἔμπλαστρος salve fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπλαστρα — ἔμπλαστρον salve neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пластырь — род. п. я, русск. цслав., сербск. цслав. пластырь ἔμπλαστρον. Из народнолат. *plastrum (ит. impiastro, франц. plâtre; см. Мейе, Et. 187) или через д. в. н. pflâster, ср. в. н. pflaster от лат. emplastrum, греч. ἔμπλαστρον (Кнутссон, GL. 27;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
emplastro — (del lat. «emplastrum», del gr. «émplastron»; ant.) m. Emplasto. * * * emplastro. (Del lat. emplastrum, y este del gr. ἔμπλαστρον). m. desus. emplasto … Enciclopedia Universal
έμπλαστρο — Φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει σάπωνα μολύβδου ή λιπαρές ουσίες από κερί και ρητίνες και επιστρώνεται σε μία πλευρά υφασμάτινης ή χάρτινης ταινίας. Τα έ. προορίζονται για εξωτερική χρήση και, ανάλογα με τα συστατικά τους, χωρίζονται σε … Dictionary of Greek